- αναδιπλασιασμός
- ο удвоение (тж. грам. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀναδιπλασιασμός — reduplication masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδιπλασιασμός — (Γραμμ.).Η επανάληψη στην αρχή των ονοματικών και κυρίως των ρηματικών θεμάτων ενός ή περισσότερων φθόγγων ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής για να τονιστεί η έννοια της λέξης ή για να φανεί η διάρκεια και το τετελεσμένο της πράξης που σημαίνεται με … Dictionary of Greek
αναδιπλασιασμός — ο ο διπλασιασμός για δεύτερη φορά: Στη γραμματική έχουμε το λεγόμενο παραγωγικό αναδιπλασιασμό (προάγω προαγ ωγ ή) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναδιπλασιασμοῖς — ἀναδιπλασιασμός reduplication masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδιπλασιασμοί — ἀναδιπλασιασμός reduplication masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδιπλασιασμοῦ — ἀναδιπλασιασμός reduplication masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδιπλασιασμούς — ἀναδιπλασιασμός reduplication masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδιπλασιασμῶν — ἀναδιπλασιασμός reduplication masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδιπλασιασμῷ — ἀναδιπλασιασμός reduplication masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδιπλασιασμόν — ἀναδιπλασιασμός reduplication masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελελίζω — (I) ἐλελίζω (Α) 1. περιστρέφω 2. (για στρατό) αναγκάζω να στραφεί και ν αντιμετωπίσει τον εχθρό 3. (για φίδι) κινούμαι ελικοειδώς, περιτυλίσσομαι 4. σείω, τραντάζω 5. παθ. σείομαι, τρέμω 6. (για μουσικό όργανο) χτυπώ τις χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek